ξενυχιάζω

ξενυχιάζω
1. βγάζω τα νύχια, ιδίως με βίαιο τρόπο
2. πατώ κάποιον στα δάχτυλα, ιδίως στα νύχια τών ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + νύχι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξενυχιάζω — ξενυχιάζω, ξενύχιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξενυχιάζω — ξενύχιασα, ξενυχιάστηκα, ξενυχιασμένος 1. βγάζω τα νύχια κάποιου. 2. πατώ κάποιον στα νύχια: Με πάτησες και με ξενύχιασες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξενύχιασμα — το [ξενυχιάζω] 1. απόσπαση τών νυχιών, ιδίως με βίαιο τρόπο 2. πάτημα ή χτύπημα στα νύχια τού ποδιού …   Dictionary of Greek

  • ξενύχιασμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ξενυχιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”